Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Ana, Casilda, Julio, Alfredo και η γάτα trans by babis

Οι κακές γλώσσες

Μια ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση του σχολείου

Η φιγούρα του εκπαιδευτικού, του δασκάλου, του καθηγητή, είναι από μόνη της μια φιγούρα ισχύος, μια φιγούρα εξουσίας. Γι΄αυτό, ένας καθηγητής γνήσια «κριτικός», ικανός για μια ανοιχτή αυτό- αντίληψη, πρώτα απ΄όλα πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό του ως ιδέα ισχύος και ως πηγή εξουσίας· πρέπει να «αυτοκαταστραφεί».
Pedro Garcia Olivo

Στέλνουμε τα παιδιά μας στο σχολείο για να γίνουν τόσο αηδιαστικά όπως οι ενήλικες που συναντάμε καθημερινά στο δρόμο.
Thomas Berhard

Το σχολείο έτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε στις μέρες μας έχει τα θεμέλια του στη δυτική ευρώπη μετά τη γαλλική επανάσταση, παρόλο που η προέλευσή του βρίσκεται στο Λύκειο του Αριστοτέλη και την Ακαδημία του Πλάτωνα, στους παιδαγωγούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή στα μοναστήρια και τα πανεπιστήμια που αναπτύχθηκαν κατά το Μεσαίωνα.
Αν ανατρέξουμε στη Μεσαιωνική εποχή, θα δούμε πως, ήδη από τότε, ο Καρλομάγνος προσπάθησε να φέρει εις πέρας ένα σχέδιο δημιουργίας σχολείων. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε εκείνη την εποχή, η εκπαίδευση ήταν αντιληπτή ως ένα προνόμιο προορισμένο για τα παιδιά των ευγενών ή, αν είναι προτιμότερο, ένα όχημα για το σχηματισμό της ελίτ των διανοούμενων. Με την ένοπλη εξέγερση του αγροτικού λαού και της αστικής τάξης της Γαλλίας το 1789, ξεκινά η διαδρομή που φτάνει μέχρι το σύγχρονο σύστημα εκπαίδευσης. Κατά τη διάρκεια της ναπολεόντειας αυτοκρατορίας, ο Βοναπάρτης έθεσε την τότε δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το πανεπιστήμιο κάτω από τον έλεγχο του κράτους, ενοποιώντας έτσι τους τίτλους πτυχίων και τις θεματολογίες, αρπάζοντας την εκπαίδευση από τα νύχια της εκκλησίας και γενικεύοντας την αρχή της πειθαρχίας (μέσω στρατιωτικών ασκήσεων). Ο σκοπός του, σε κάθε στιγμή, ήταν να ετοιμάσει υπαλλήλους και τεχνικούς καθώς και ο εκδημοκρατισμός της γνώσης και του ορθολογισμού. Ως αποτέλεσμα, οι βιβλιοθήκες υπέστησαν τη λογοκρισία του υπουργείου των εσωτερικών, δεν προωθούνταν ο διατριβές που θα μπορούσαν να αναπτύξουν τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του μαθητή (για παράδειγμα διδασκόταν γραμματική και όχι λογοτεχνία). Σε καμία φάση δεν εξοβελίστηκε η θρησκεία από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έτσι στο Σύμφωνο του Ιουλίου του 1801, συμφωνήθηκαν οι βάσεις αυτού το οποίο, από το 1804, θα ήταν η «αυτοκρατορική κατήχηση».
Ήταν τότε που έλαβαν χώρα οι έντονες δημόσιες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στη λαϊκή εκπαίδευση και τη θρησκευτική, οι οποίες τερματίστηκαν με τους τρεις πανηγυρικούς νόμους «Jules Ferry", που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1881 και 1882: η γνώση ορίστηκε ως ένας από τους πυλώνες της δημοκρατίας και απέκτησε ένα χαρακτήρα ριζοσπαστικά δημόσιο, λαϊκό και υποχρεωτικό για τα παιδιά ηλικίας 7 έως και 13 ετών. Με αυτό το δεδομένο πρέπει να δικαιώσουμε εκείνους που βεβαιώνουν ότι αυτός ο κρατικός αντικληρικανισμός δεν ριζοσπαστικοποίησε σε τίποτε την εκπαίδευση, αφού περιορίστηκε στην αντικατάσταση του ευαγγελικού δόγματος (υπακοή στο θεϊκό δόγμα) και της λατρείας του θεού με το δόγμα της Ιθαγένειας (υπακοή στον πολιτικό νόμο) και την υποταγή μπροστά στο Κεφάλαιο.
Επιχειρούνταν ένα σχολείο πατριωτικό που ο αναγνωρισμένος στόχος του ήταν η διαμόρφωση πολιτών και η εθνική ενοποίηση (καταπιέζοντας με αυτό τον τρόπο τις τοπικές διαλέκτους). Όπως σωστά είπε ο Μιχαήλ Μπακούνιν «η εκπαίδευση της εκκλησίας προσπαθεί να κάνει τον άνθρωπο έναν άγιο· η κρατική εκπαίδευση έναν πολίτη· και οι δυο προσπαθούν να προσαρμόσουν τον άνθρωπο στην επιστήμη και την υπακοή». Αυτό το μοντέλο δεν άργησε να διαδοθεί στους προοδευτικούς κύκλους της Ισπανίας και βαθμιαία παρέτεινε την εκπαιδευτική περιπέτεια που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Carlos του 3ου , μέχρι την υλοποίηση της κατά τη δεύτερη Δημοκρατία (Segunda Republica) με το σχηματισμό 10.000 νέων σχολικών κέντρων μεικτών, λαϊκών, υποχρεωτικών και δωρεάν (1). Εντούτοις, η Φρανκική δικτατορία έβαλε τέλος σε αυτό το μοντέλο για να εφαρμόσει εκείνο που θα αντιστοιχούσε στην εθνικο-καθολική ιδεολογία της. Η μετάβαση στη δημοκρατία το επανέφερε προσθέτοντας συγκεκριμένες αποχρώσεις ελιτισμού και διατηρώντας κάποιες πλευρές συντηρητικές.
Σήμερα, η εκπαίδευση σηματοδοτείται από την ιδιωτικοποίηση του μοντέλου, σε συμφωνία με τις ανεπτυγμένες χώρες και την εξαγωγή του ίδιου στην παγκόσμια περιφέρεια, τάση διπλή, που επίσης κυριαρχεί στους μετασχηματισμούς της αγοράς εργασίας. Από τη μια πλευρά, το σχέδιο της ευρωπαϊκής σύγκλισης που πρόσφατα υιοθετήθηκε, μετατρέπει τα πανεπιστήμια σε αυθεντικά «αρχηγεία στρατολόγησης», ώστε η Ε.Ε να μπορέσει να πετύχει τους δείκτες παραγωγικότητας που όρισε με την ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής στη Λισσαβώνα το 2002. Συγχρόνως ο ΟΟΣΑ ρίχνει ακόμη περισσότερο την ποιότητα της Α΄βάθμιας και Β΄βάθμιας εκπαίδευσης, ενώ διατηρεί τη θρησκεία στα σχολεία, ενδυναμώνοντας τα ιδιωτικά σε βάρος των δημοσίων, παραμελεί και παραβλέπει τη μετανάστευση και τα αιτήματα του διδασκαλικού προσωπικού ή περιορίζει την εκπαίδευση των μικρών παιδιών σε ένα ρόλο κυρίως βοηθητικό (όταν όλοι γνωρίζουμε ότι η περίοδος μάθησης μεταξύ των 0 έως και 5 ετών είναι η πιο σημαντική στη δόμηση του ατόμου, τόσο σε γνωστικό όσο και σε σεξουαλικό επίπεδο).
Αυτές οι αλλαγές δεν πραγματοποιούνται δίχως την εμβάθυνση της υπαρκτής ανισότητας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως στην περίπτωση των γκέτο (αποκεντρωμένων συνοικιών) των διαφόρων γαλλικών πόλεων. Αν η γραφειοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης προϋποθέτει μια εργαλειοποίησή της, ώστε να προωθεί τα «εθνικά συμφέροντα», μπορούμε να περιμένουμε, μετά την αρχική αγοραιοποίησή της, ότι οι θεματολογίες της (το περιεχόμενό της) θα ελέγχονται από εκείνη την υπερεθνική ολιγαρχία, γνωστή κατ΄ευφημισμόν ως ευρωπαική ένωση.
Παράλληλα, οι ONG & ONK επιχειρούν πλάνα αλφαβητισμού και εκπαίδευσης του Τρίτου Κόσμου και με αυτό τον τρόπο προωθούν «τη μάχη ενάντια στον αναλφαβητισμό και την καθυστέρηση της επιστήμης». Στην περίπτωση της εξαγωγής του σχολείου, υποπτευόμαστε ότι η ανθρωπιστικής συζήτηση από την οποία συνοδεύεται δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια στρατηγική μπούρδα ώστε να αποσιωπηθούν οι πραγματικές προθέσεις και με τον τρόπο αυτό να κερδηθεί η συμπάθεια των αριστερών.
Πίσω από το τεράστιο οικονομικό χρέος που θα προϋποθέτει η υλοποίηση αυτού του έργου «φιλανθρωπίας», μπορούν μόνο να κρυφτούν οι πιο ύπουλες προθέσεις για νέο-αποικισμό: εγκαθίδρυση του ελεύθερου εμπορίου επιβάλλοντας την κουλτούρα μας (τις αξίες, τη γλώσσα μας, τις μορφές σχέσεών μας) και βιομηχανοποιώντας εργατικά χέρια με προσόντα τέτοια που να ανταποκριθούν με επάρκεια στις μετεγκαταστάσεις των πολυεθνικών εταιριών. Αυτό είναι ακόμη πιο βέβαιο όσο η ευρωπαική προέλευση δείχνει μέχρι ποιο σημείο οι προσαρμογές στη θεματολογία ή στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα υπακούουν στις οικονομικές προσταγές που συμφωνούνται στις αίθουσες και στις βουλές της υψηλής αστικής τάξης (μπουρζουαζία). Με τη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης του σχολείου, αποδεικνύεται ότι ανέκαθεν έχει ανταποκριθεί στα ενδιαφέροντα της κατεστημένης αρχής. Αν ανατρέξουμε στον ιστορικό υλισμό, θα λέγαμε ότι το σχολείο έχει μια λειτουργία παγκοσμίως αρνητική για την τάξη των εκμεταλλευομένων.
Με αυτά που ειπώθηκαν, δε θέλουμε να απορρίψουμε τη γνώση, την επιστήμη και το διάλογο ως βάσεις της ανθρώπινης εξέλιξης, αλλά να θέσουμε σε αμφισβήτηση ότι το σχολείο είναι μια σύνοψη της θέλησης για χειραφέτηση. Αν πριν από χρόνια το μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο, επειδή δεν ήξερε να διαβάζει τα γράμματα, επειδή δεν μπορούσε να κάνει ανάγνωση, τώρα αυτό συμβαίνει επειδή δεν θέλει να διαβάσει. Αυτός ο λειτουργικός αναλφαβητισμός αντανακλά την καταστροφή που έχει υποστεί η ατομική θέληση από τα προγράμματα υποχρεωτικής μάθησης. «Σαν να μην εξηγείται τέτοια εξάλειψη της φυσικής μας περιέργειας;» .Το νεογνό παρακολουθεί με έκπληξη τον κόσμο που το περιβάλλει με το βλέμμα∙ το παιδί δοκιμάζει την υπομονή των μεγάλων με ανεξάντλητες ερωτήσεις και με θαυμαστές θεωρίες σχετικά με την προέλευση των πραγμάτων∙ ο αυτοδίδακτος, που διατηρεί ανέπαφη την πρωτόγονη κατάπληξή του, λυπάται που δεν μπορεί να την ικανοποιήσει και απογοητεύεται.. . Με τη σειρά του, ο μέσος εργαζόμενος που έχει τελειώσει την ακαδημαϊκή του μόρφωση πριν από 25 και πλέον χρόνια, δε συχνάζει στη βιβλιοθήκη από τότε που ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ρωτήστε τον για τον Κροπότκιν, αν η συγκεκριμένη λέξη σημαίνει καλημέρα στα ρωσικά και θα σας απαντήσει με όλη του την ειλικρίνεια ότι δεν έχει μάθει τη γλώσσα. Ωστόσο, θα θεωρεί ότι είναι ένας μεγάλος αναγνώστης, από το απλό γεγονός ότι γνωρίζει όλο το έργο της τελευταίας γενιάς της οικονομικής βιβλιογραφίας∙ συγχρόνως, θα κατηγορήσει ως «φιλόσοφο» ή «διανοουμενίσκο» εκείνον που σπάζει τα στέρεα σχήματά του συναντώντας τους καταστασιακούς, για να καταγγείλει τη δικτατορία που ασκεί ο καπιταλισμός σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Η επαναστατικότητα και το δυναμικό κριτικής των εργαζομένων στις χώρες που η εκπαίδευση είναι λιγότερο διαδεδομένη, των οποίων ένα καλό δείγμα δίνουν οι κάτοικοι της Οaxaca ή ο αγροτικός πληθυσμός του Corea del Sur, δεν έχουν σημείο σύγκρισης με τη διανοητική και πολιτική απάθεια των δυτικών.
Η νόρμα ακύρωσης, λοιπόν η αυτονομία: το να υφίσταται το άτομο μια εξωτερική κυριαρχία και εσωτερικές παρορμήσεις, όπως η επιθυμία να συντονιστεί στην πραγματικότητα, εξαφανίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά ή επανεμφανίζονται λόγω της επίδρασης των ΜΜΕ και του καταναλωτικού μηχανισμού. Με τον ίδιο τρόπο, αυτή δράση πάνω στην κοινωνικότητα του ατόμου, αναδιπλώνοντάς το μέσω μιας αυστηρής σεξουαλικής ηθικής και μιας κτηνώδους ανταγωνιστικότητας, που αργά ή γρήγορα συγκρούεται με την τάση για αλληλεγγύη αμοιβαία βοήθεια και στήριξη. Προσπαθεί δηλαδή, να επιβιώσει μέσα στη μοναξιά, όπως συμβαίνει όταν ο μαθητής και να γίνει ενήλικας, να πρέπει να αντέξει τις κοινωνικές πιέσεις με τη μοναδική βοήθεια εκείνων που είναι αντίθετοι με την καταπίεση (2). Η καταπίεση που υπάρχει στο σχολικό περιβάλλον είναι ο προθάλαμος πολλών παθολογιών και νευρώσεων του αύριο. Οι μελέτες του κοινωνιολόγου Wilhelm Reich μας δείχνουν ότι η καταπίεση των ενστίκτων από την ηθική (ή αν το προτιμάτε, το Φροϋδικό υπερεγώ – όλοι αυτοί οι κανόνες συμπεριφοράς που το υποκείμενο ενσωματώνει από φόβο ή αγάπη προς την πατρική φιγούρα) καθώς αυξάνεται η ένταση των λιμπιντικών παρορμήσεων, αγνοημένες ή απωθημένες, δημιουργεί ανελέητα μια μεγαλύτερη ηθική πίεση, στην ουσία αντικοινωνική. Σε αυτή την κατάσταση «η φυσική ικανότητα για γεννετήσια ικανοποίηση έχει αντικατασταθεί, χωρίς εξαιρέσεις, από άλλες μορφές ικανοποίησης (μορφές προγεννετήσιες) και σύντομα τείνει προς τη βία, την απομόνωση και την κατανάλωση για να ξεπεράσει με τις μορφές αυτές τη βαθιά απογοήτευση που νιώθει εξαιτίας της ανεκπλήρωτης επιθυμίας (3).
Yποστηρίζουν οι ιδεολόγοι (θεωρητικοί) του σχολείου ότι η εκπαίδευση πρέπει να προετοιμάσει το παιδί για την εργασία μέσω του εξαναγκασμού, δεδομένου ότι ο πολιτισμός και το ένστικτο θα ήταν δύο ανταγωνιστικές όψεις του ανθρώπινου όντος. Αξίζει να πούμε ότι ο πολιτισμός που εναντιώνεται στην επιθυμία, όπως έχουμε αναπτύξει στην προηγούμενη παραγραφο, είναι πάντα νοσηρός. Αντίθετα, ο πολιτισμός που υπηρετεί την εναρμόνιση μιας κοινότητας με το μέσο είναι θετικός και μαθαίνεται μέσω της ελεύθερης αλληλεπίδρασης μεταξύ του παιδιού και του περιβάλλοντος, υπακούοντας μόνο στη φυσική επιλογή. Αν ο μαθητής δέχεται να υποταχτεί στην εξουσία του δασκάλου, για να διατηρήσει την ψυχική του ακεραιότητα, ακόμη και τη σωματική, μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα πιο νέα άτομα μιας κοινωνίας χωρίς σχολεία θα μαθαίνουν λόγω της δικής τους πρωτοβουλίας εκείνο που χρειάζονται για να καταλάβουν τον εαυτό τους ψυχικά και σωματικά, όπως συμβαίνει, εκ των πραγμάτων, σε κάποιες χιλιετείς δημοκρατίες της λατινικής Αμερικής. Η συνήθεια της δουλειάς, μαθημένη ως μια δραστηριότητα παραγωγική , βεβιασμένη και αποκομμένη από τη δημιουργία, διαμορφώνει υποκείμενα –εμπορεύματα, πιστά στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, ενώ από την άλλη η φυσική μάθηση όλων εκείνων των πραγμάτων που χρειαζόμαστε διαμορφώνει άτομα με συνείδηση της επιθυμίας τους και των μέσων που απαιτούνται για να την ικανοποιήσουν. Eξαλείφονται οι αντικοινωνικές συμπεριφορές, τροποποιείται το περιβάλλον χωρίς παραίτηση από τη χαρά της δημιουργικότητας και του παιχνιδιού, καλλιεργούνται οι επιστήμες και υπάρχει συμμετοχή στην πολιτική με όρους ισονομίας, όπως συμβαίνει ακόμη και στις μέρες μας σε διάφορες φυλές ιθαγενών σε όλο τον πλανήτη. Αν το «σχολείο είναι ένας πολιτισμός εξαναγκασμού» όπως έγραψε ο Καντ στο «Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής», δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να αντιταθούμε σε αυτό και να ενθαρρύνουμε την καταστροφή των τοίχων του στο βωμό της ολοκληρωμένης ατομικής και συλλογικής ανάπτυξης. «Στην ερώτηση, τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα; Υπάρχει μόνο μια απάντηση: τίποτε. Με εξαίρεση ορισμένες ασήμαντες βελτιώσεις, δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτε παρά μόνο να το καταστρέψουμε «(4).
Guillermo Castellano

VV.AA. Crisol Historia Segundo Curso de Bachillerato, Vicens Vives, 2005, p. 119, 277.
H κατανάλωση των αντικαταθλιπτικών στην Ισπανία παρουσιάζει εκρηκτική αύξηση. Αν το 1994 κατανάλωναν συνολικά 7,2 εκατομμύρια τέτοιων φαρμάκων, στα τέλη του 2003 αυτό το νούμερο αυξήθηκε μέχρι τα 21,2 εκατομμύρια. Επιπλέον, η χρήση ηρεμιστικών σχεδόν έχει διπλασιαστεί στην ίδια περίοδο, πέρασε από τα 22,5 εκατομμύρια στα 38, σύμφωνα με δημοσιευμένο άρθρο στον «καταναλωτή» στις 25 Μαρτίου του 2005.
Reich Wilhelm, Η σεξουαλική επανάσταση: για μια δομή αυτόνομου χαρακτήρα του ανθρώπου, ed. Planeta Agostini, Obras Maestras del pensamiento Contemporaneo, 1985, p/32.
«Στην ερώτηση τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε το σωφρονιστικό σύστημα; Υπάρχει μόνο μια απάντηση: τίποτε. Με εξαίρεση ορισμένες ασήμαντες βελτιώσεις, δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτε παρά μόνο να το καταστρέψουμε» (Piotr Kropotkin).


Σχολική τιμωρία (αποβολή)

Αυτό είναι ένα θέμα που δυστυχώς δεν είναι καινούργιο. Είναι ένα ζήτημα που συνεχίζει να συμβαίνει από τότε που ξεκίνησε η εκπαίδευση των ατόμων με ιεραρχικούς τρόπους. Στις μέρες μας, το θέμα αυτό, πάντα κρυμμένο από τις «εκπαιδευτικές» ιεραρχίες βγαίνει στο φως από τις βαρβαρότητες που ακόμη διαπράττονται μέχρι του σημείου της αυτοκτονίας των νεαρών που υφίστανται την αποβολή. Αναλύοντας τα πρωταρχικά αίτια που παράγουν τη βία στο σχολείο, μπορούμε να ξεχωρίσουμε:
Διαφορές οικονομικής τάξης μεταξύ των μαθητών: αυτό το γεγονός δημιουργεί διαφορές που προωθούνται από την καπιταλιστική κοινωνία, η οποία χωρίζει και αξιολογεί τα άτομα σύμφωνα με την οικονομική τους δυνατότητα και έτσι σχηματίζεται ένας ιστός διάκρισης και ανταγωνισμού μέσα στα κέντρα εκπαίδευσης. Επίσης, το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα κάνει διακρίσεις στα παιδιά που είναι λιγότερο ευνοημένα. Το 78% των μαθητών από φτωχές οικογένειες υφίσταται τη σχολική τιμωρία.
Προβλήματα μέσα στην οικογενειακή ιεραρχία: προκύπτουν όταν η ιεραρχική δομή της οικογένειας «χαλάει» και αρχίζουν να παράγονται περιπτώσεις βίας μεταξύ των συζύγων ή από τους συζύγους ενάντια στα παιδιά. Ακόμα, όταν πολλοί γονείς αντιλαμβάνονται ως δίκαιες τις ακατάλληλες τιμωρίες για ένα συγκεκριμένο παράπτωμα (λάθος) ή ως ένα τρόπο για να δικαιολογήσουν κάποιο συναίσθημα (εξαιτίας των νεύρων κ.τλ.) Έτσι τα παιδιά υφίστανται μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα τις συνέπειες του συναισθηματικού τραύματος.
Χρόνος και μορφές ελεύθερου χρόνου: Η σύγχρονη κοινωνία προάγει τον ελεύθερο χρόνο που βασίζεται στην κατανάλωση μεταδίδοντας στα παιδιά τις αξίες που στηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία: ανταγωνισμός, εγωισμός, ντροπή, απληστία. . . Επίσης, η κύρια μορφή του σύγχρονου ελεύθερου χρόνου είναι τα τηλεοπτικά προγράμματα και τα βίντεο παιχνίδια. Αυτά δε μεταδίδουν τίποτε άλλο παρά τη βία ενάντια στον άλλο και δε δίνουν χρόνο, ούτε προωθούν άλλες αξίες, όπως η αλληλεγγύη και η σκέψη (στοχασμός).
Αλλά η κύρια ρίζα του προβλήματος που κανείς δεν αγγίζει είναι η υλική και οργανωτική δομή της εκπαίδευσης και της σημερινής κοινωνίας. Οι γραφειοκρατικοί και ιεραρχικοί έλεγχοι χρειάζονται τον κοινωνικό έλεγχο και την έλλειψη πολιτισμού του ατόμου∙ κυριαρχώντας στη σκέψη του και κάνοντάς το να δραπετεύει από την πραγματικότητα, το κάνει να αποδεχτεί τα πράγματα όπως είναι και του μαθαίνει πως πρέπει να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις του, χωρίς πιθανότητα να συμμετέχει, να παλεύει ή να αμφισβητεί. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι νέοι βρισκόμαστε σε ένα πλαίσιο πειθαρχίας όλο και πιο σκληρό. Βρισκόμαστε σε μικρούς χώρους που ισχύουν κανόνες και είναι πάντοτε φυλαγμένοι, στους οποίους υποχρεούμαστε να ακολουθήσουμε διαταγές του νόμου αυστηρές που δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε, ούτε να παραβούμε καθώς μας απειλούν ότι θα μας αποβάλλουν από το σχολείο για απειθαρχία. Ο σκοπός αυτής της αγωγής είναι να ετοιμάσουν το άτομο για την εργασιακή αγορά, ή όπως την ονομάζουν «κόσμο της δουλειάς», με κάποια ιδεολογικά σχήματα που νομιμοποιούν την «κοινωνική τάξη». Επίσης, επηρεάζουν τις πολλαπλές εκπαιδευτικές αλλαγές, που με τη σειρά της κάθε κυβέρνηση πραγματοποιεί σε κάθε περίοδο, στις πλάτες των εκπαιδευτικών και των μαθητών, αφού προσυνεννοηθούν με ιδιωτικές επιχειρήσεις και θρησκευτικούς θεσμούς επιβάλλοντάς τις με αυταρχικότητα, εμποδίζοντας τον ανοιχτό δημόσιο διάλογο και προσπαθώντας να μπαλώσουν τα υπαρκτά προβλήματα σε αυτή την ελλειμματική «εκπαίδευση;».
Από την ηλικία που τα παιδιά είναι μικρά, υποβάλλονται σε μια αυστηρή εξουσία μέσω της σιωπής, της υπακοής, του εκβιασμού και των απειλών. Αργότερα οι νέοι υποχρεώνονται να υπομένουν τις λεκτικές επιθέσεις και τους εξευτελισμούς από ορισμένους καθηγητές και επιπρόσθετα από τη σχολική ιεραρχία: όλα αυτά γεννούν μια απογοήτευση τόσο βαθιά στο άτομο, που μπορεί να αντιδράσει πέφτοντας σε κατάθλιψη, βιώνοντας μια ύπαρξη εσωστρεφή ή επιτιθέμενο ενεργητικά στο άτομο που του προκάλεσε την απογοήτευση, σε εκείνους που επαινεί ο καθηγητής ή σε άτομα σωματικά πιο αδύναμα από τον ίδιο.
Αυτή είναι μια επιπλέον προσέγγιση που χρειάζεται να ληφθεί υπόψη όταν αναζητούμε τις αιτίες που οδηγούν στη βία, χωρίς να ξεχνάμε άλλες, οι οποίες τονίστηκαν παραπάνω.
Η μόνη οδός για να ελαχιστοποιήσουμε τη βία είναι να καταστρέψουμε τη δομή που τη γεννά, τόσο μέσα στο σχολικό περιβάλλον όσο και έξω. Ενάντια σε αυτό τον τύπο βίας οι μαθητές πρέπει να απαντήσουν με έναν αγώνα οριζόντιο και οργανωμένο έξω από ιεραρχίες και σε όλα τα πιθανά επίπεδα. Σε αυτό τον αγώνα, το ζητούμενο δεν είναι να πέσουν κάποιοι νόμοι αλλά να επιτευχθεί η οριστική χειραφέτηση των μαθητών και των εκπαιδευτικών από το καπιταλιστικό σύστημα και από οποιοδήποτε άλλο ιεραρχικό που δημιουργεί διαφορές μεταξύ των συστατικών του.
J. Jesus

Η αγωγή του σώματος και η σεξουαλικότητα

«Σκοτώνετε το όνειρο και τη ζωή
Σκοτώνετε το σώμα και την ψυχή
Σκοτώνετε, σκοτώνετε, σκοτώνετε
Και εσάς κανείς δε σας σκοτώνει» (Jorge Bergamin)

H ανάγκη της ζεστασιάς

Από την πρώτη στιγμή που ένα νέο πλάσμα κυοφορείται, υπάρχει ένα πράγμα που έχει ανάγκη και θα το έχει ανάγκη παντοτινά: ζεστασιά. Αλλά δεν πρόκειται για μια ζέστη που μπορεί να μετρηθεί με βαθμούς ή μονάδα μέτρησης, πρόκειται για τη ζεστασιά που δίνουν τα σώματα όταν κολλάνε μαζί με άλλα. Η συγκεκριμένη ζεστασιά δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε να αποκτηθεί από άλλη πηγή ενέργειας. Δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε που να μπορεί να αντικαταστήσει τη θέρμη ενός κορμιού. Ούτε και υπάρχει απόλαυση που να μπορεί να συγκριθεί με την αίσθηση δύο σωμάτων που είναι «ενωμένα» στο ίδιο κορμί. Τα θηλαστικά που δεν ζουν κάτω από τις προσταγές του πολιτισμού, όταν γεννούν δεν χωρίζονται από τα μικρά τους. Εδώ και λίγες μέρες γέννησε η γάτα μας. Είναι μια γάτα αδέσποτη και άγρια που πάντα τριγυρνάει στα κεραμμύδια∙ ωστόσο, από τη στιγμή που γέννησε δεν αποχωρίστηκε ούτε ένα λεπτό τα μωρά της, παρά για να φάει και να ικανοποιήσει τις ανάγκες της. Μετά από 15 μέρες άρχισε να απομακρύνεται κάπως, μέχρι τα 3, 4 ή 5 μέτρα (5 μέτρα αφού πρώτα είχαν περάσει ώρες για να κινηθεί). Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών έκανε τρία πράγματα: ζέσταινε τα μωρά της, τα έγλειφε συνεχώς σε όλο το κορμί και τα θήλαζε. Παρατηρώντας την και σκέφτοντας ότι στο τέλος του ενός μήνα ή του ενάμιση, όταν τα μικρά θα σταματούσαν το θηλασμό, πρόκειται να τα αγνοήσει, η σύγκριση με αυτό που κάνουμε με τα παιδιά μας είναι αναπόφευκτη: κάνουμε ακριβώς το αντίθετο.


Η εγκατάλειψη και η «κανονικοποίηση»
«. . .είναι φυσικό να κλαίνε τα μωρά. . .»

Στο νοσοκομείο, το πρώτο που γίνεται με τα νεογέννητα, είναι να τα χωρίζουν από τις μητέρες τους και αντί να μεταβαίνουν από τη μήτρα στα χέρια και στα στήθη της μητέρας για να διατηρείται η ζεστασιά, τα πλένουν σε ένα νεροχύτη, τα ντύνουν και τα αφήνουν σε μια κούνια∙ και λίγο αργότερα, με λίγη τύχη, τα αφήνουν σε ένα θάλαμο μόνα «για να μην ενοχλούν τη μητέρα». Τα νεογέννητα πλάσματα, με τη ζωτικότητά τους ανέγγιχτη, κλαίνε δυνατά. Έτσι κάνουν γνωστό ότι τους στερούν από κάτι που για εκείνα είναι απαραίτητο ( σε σύντομο χρόνο δε θα το ξέρουμε , θα το έχουμε ξεχάσει). Παρόλα αυτά οι ενήλικες, έχουμε καταφέρει να θεωρούμε το κλάμα του ως φυσικό: έχουμε επινοήσει αυτή τη μακάβρια απάτη «είναι φυσικό να κλαίνε τα μωρά». Αυτή η απάτη δεν έχει να κάνει με κάποια κοινοτυπία ούτε με την αθωότητα, επειδή είναι το προκάλυμμα του πιο βίαιου τραύματος που υφίστανται τα ανθρώπινα πλάσματα.
Χωρίς την πίστη ότι «είναι φυσικό για τα μωρά να κλαίνε», οι ενήλικες δε θα μπορούσαμε να επιβαλλόμαστε με τέτοια βαναυσότητα στα νεογέννητα παιδιά, ούτε να μέναμε απαθείς μπροστά στις ανάγκες και τις επιθυμίες τους: τόση έλλειψη συμπάθειας και συμπόνιας δε θα ήταν δυνατή. Γι΄αυτό το λόγο είναι πολύτιμο να μην αντιλαμβανόμαστε αυτή την εγκατάλειψη, πάνω στην οποία δομείται το άτομο. . . ο ενήλικας που πρέπει να συμμετέχει σε ένα σύστημα επικεντρωμένο στον ενήλικα, σε ένα σύστημα πατριαρχικό.

Η καταπίεση των συναισθημάτων της μητέρας

Παρόλα αυτά οι μητέρες, ακολουθώντας αυτή τη συμφωνία που είναι θεσμισμένη μεταξύ των ενηλίκων, για να καταστρέψουμε το ένστικτο της ηδονής στα μωρά και για να τα εκπαιδεύσουμε επίσης, καταπιέζουμε κάτι πολύ πιο βαθύ, καθώς εγκαταλείπουμε τα νεογνά, αν και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ούτε που το αντιλαμβανόμαστε.
Όταν γέννησε η γάτα μας, η οποία όπως είπαμε έγινε πιο άγρια, όχι μόνο βίωνε την ανάγκη της φυσικής επαφής με τα μωρά της αλλά επιπλέον έδειχνε την ανάγκη της να βρισκόμαστε μαζί της και να την χαϊδεύουμε – ήταν ένδειξη ότι βρισκόταν σε μια ειδική συναισθηματική κατάσταση. Αυτή η αλλαγή οφείλεται, αναμφίβολα, στη συνολική σωματική αλλαγή που συμβαίνει στα θηλυκά όταν γεννούν۠· επειδή τα μωρά δεν χρειάζονται μόνο γάλα: χρειάζονται επίσης τη ζεστασιά που δίνει το ένα σώμα στο άλλο. Χωρίς την ορμονική αλλαγή, η γάτα, αντί να παραμένει εκεί ήσυχη, διαθέσιμη κολλημένη στα μωρά της, γλείφοντάς τα, θα είχε βγει στην κεραμοσκεπή και στα δέντρα να κυνηγά πουλιά και να κάνει τα δικά της. Αναντίρρητα, η φυσική επιλογή έχει προσδιορίσει αυτό το χαρακτηριστικό των θηλαστικών, διότι διαφορετικά τα νεογνά, εγκαταλελειμμένα από τις μανάδες τους δεν θα επιβίωναν. Παρόλα αυτά, οι μαμάδες του ανθρώπινου είδους, που έχουμε την ίδια φυσική αντίδραση, όπως όλα τα θηλαστικά στο θέμα της αναπαραγωγής, εγκαταλείπουμε τα μικρά μας: υποκαθιστούμε τη δικής μας αναντικατάστατη ζεστασιά με τη θέρμανση, τα ρούχα και την κούνια, «καταπίνουμε» όπως μπορούμε το συναίσθημα και ελαχιστοποιούμε τις ορμόνες, εξαιτίας των οποίων το σώμα αποφασίζει σωστά. Έτσι σύντομα εμφανίζεται η κατάθλιψη μετά τον τοκετό για την οποία οι ειδικοί επίσης έχουν εξηγήσεις. Επειδή όχι μόνο η ίδια αλλά και η κοινωνία δεν αναγνωρίζει την ανάγκη σεβασμού αυτού του «μήνα του μέλιτος» μεταξύ της μητέρας και του μωρού, αμέσως εκείνη πρέπει να αναλάβει και όλη τη δουλειά του νοικοκυριού. Και η μητέρα υπερβαίνοντας τις δυνάμεις της από τη δουλειά, χωρίς να καταλαβαίνει ό,τι της συμβαίνει, συνεχίζει ρίχνοντας το φταίξιμο στον εαυτό της από τη μια επειδή παίρνει αγκαλιά το μωρό της και από την άλλη επειδή το αφήνει να κλαίει.
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που βεβαιώνουν ότι δεν έχουν την αίσθηση εκείνης της αλλαγής, της επιθυμίας και της «επίγευσης» να μείνουν κολλημένες στο νεογέννητο πλάσμα. Όμως πώς να αισθανθούν κάτι όταν η ιδέα της απόκτησης μωρού που έχουμε επιβάλλεται από τα πάνω και σε αντίθεση με ό,τι πρόκειται να συμβεί, ώστε να συμβεί δίχως να το αντιληφθούμε; Και βέβαια, εκτός από την ιδέα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στα νοσοκομεία, συμβαίνει να υφίστανται αναισθησία ή επισκληρίδιο (αναισθησία από τη μέση και κάτω) και γεννούν με πιέσεις και….. ή ό,τι άλλο είναι, με τρόπο που οι γυναίκες επιθυμούν να βρίσκονται στο δωμάτιο του νοσοκομείου χωρίς θόρυβο και χωρίς το νεογέννητο· γι΄αυτό καταλαβαίνουμε το λόγο που πολλές γυναίκες βεβαιώνουν ότι δεν έχουν την αίσθημα καμίας έλξης ή επιθυμίας να βρίσκονται μαζί με το μωρό. Παρομοίως, αν η μοναδική σεξουαλική εμπειρία της γυναίκας ήταν βίαιη και αν επιπλέον, δεν της είχε πει ποτέ κανείς ότι μπορούσε να είναι με άλλο τρόπο, τότε στην καλύτερη περίπτωση δε θα μπορούσε να καταλάβει ή να φανταστεί τη συνουσία ως κάτι περισσότερο από μια αναγκαστική τελετουργία τεκνοποίησης.
Μετά την εργασία του Leboyer (1), το ζήτημα του τοκετού έχει πια διασαφηνιστεί (για όποιον θέλει να το δεί) , ενώ το τελετουργικό της γέννησης και ό,τι επακολουθεί του τοκετού είναι πολύ λιγότερο στην επιφάνεια.
Η πολιτισμική τελετουργία της γέννησης, όπως άλλες στο επίπεδο του πατριαρχικού πολιτισμού που βρισκόμαστε, συνιστά μια «διακριτική απάτη» και εμπεριέχει το πρόσχημα της «τρυφερότητας» για να αναμειγνύεται καλά με τα συναισθήματα:τη βάφτιση, τους παππούδες, τα δώρα, τα μπλε και τα ροζ, τα λουλούδια στο νοσοκομείο . . . έτσι τα συναισθήματα της μητέρας γίνονται ουδέτερα. Όταν της φέρνουν το μωρό για να το ταϊσει ή να το θηλάσει, αισθάνεται παραλυμένη από ευτυχία, αλλά δεν την ενδιαφέρει ότι σε λίγο θα έρθουν να το πάρουν∙ είναι εκεί τα δώρα, ο πατέρας, οι παππούδες σχεδιάζοντας για το μέλλον, δηλαδή μέχρι του σημείου που τίποτε δεν σχετίζεται με όσα αισθάνεται το νεογέννητο πλάσμα την τρέχουσα στιγμή. Ο θηλασμός, η μητρότητα μεταστρέφονται σε ζητήματα τεχνικά και υγιεινής που πρέπει διεκπεραιωθούν για το «μέλλον» του παιδιού.
Σε όλο αυτό το γεγονός που η μητέρα βρίσκεται σε ασυνείδητη ή ημι-συνειδητή κατάσταση, τη στιγμή της εξόδου του μωρού, η συνήθεια του να μην το βλέπει να γεννιέται και να μην το παίρνει στην αγκαλιά της είναι πολύ διαδεδομένη. Διότι διαφορετικά, διαισθητικά (ενστικτωδώς) θα αντιλαμβανόταν και θα ένιωθε τις ανάγκες του παιδιού της, ή τουλάχιστον θα ξεκινούμε μέσα της μια σύγκρουση πιο δυνατή ανάμεσα στις ιδέες και τα συναισθήματα (όταν συμβαίνει αυτό, τις κατηγορούν για υπερβολικό παραχάιδεμα των παιδιών τους και τις συνιστούν να καταπιέσουν αυτά τα συναισθήματα. Υπερβολική φυσική επαφή με τα παιδιά μπορεί να σημαίνει προβλήματα στο ζευγάρι !!! κτλ). Η από-ευαισθητοποίηση του κορμιού της γυναίκας είναι το κλειδί σε όλο αυτό το ζήτημα. Η πλήρης καταστολή των σεξουαλικών επιθυμιών (θυμόμαστε το λιθοβολισμό των γυναικών που μοίχευαν) εξυπηρετεί στην ψυχρότητα του κορμιού, ώστε να αναστέλλεται η διαδικασία που το οδηγεί σε παρορμήσεις ηδονής και εντέλει το μετατρέπει σε μηχανή κυοφορίας. Το σώμα, έτσι λειτουργεί κατακερματισμένο, η μηχανή όμως λειτουργεί. . .


Η αγωγή του σώματος
«.. μην το παίρνεις γιατί θα κακομάθει. . .»

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών και μηνών ζωής συνεχίζεται το ίδιο. Στην καλύτερη εκδοχή, η μητέρα θα παίρνει το μωρό αγκαλιά συχνά, λίγο όμως, για να μην το κακομάθει, και θα του δίνει να φάει κάθε x ώρες. Υπάρχουν ειδικά σουτιέν με παράθυρα που αφήνουν ακάλυπτη μόνο τη θηλή, ώστε η φυσική επαφή των σωμάτων να είναι αυστηρώς η μικρότερη. Με το ίδιο τρόπο που τα αντίστοιχα ρούχα συμβολίζουν την αγνότητα των μοναχών, το ντύσιμο του νεογέννητου είναι μια ενέργεια σίγουρης καταπίεσης των αναγκών του που συμβολίζει αυτά που θα συμβούν στη μετέπειτα ζωή.
Έτσι λοιπόν τα μωρά επιβιώνουν με τη θέρμανση, τα ρούχα, την κούνια, το μπάνιο και την πιπίλα: και από τη στιγμή της γέννησης οι επιθυμίες και ανάγκες μας, αντί να γίνονται υποθέσεις ευχάριστες για τους γονείς, είναι αντιληπτές ως πράγματα που ενοχλούν· ενοχλούν και απορρίπτονται. Επειδή ακριβώς μας έχουν συνηθίσει από μωρά να μας κόβουν αυτό μας αναλογεί στην ηδονή, σύντομα πρόκειται να συνεχίσουν επιβάλλοντας τα στερεότυπα της πατριαρχικής τάξης και του πολιτισμού που έχει επίκεντρο τον ενήλικα. Στη συνέχεια σε ωθούν να κάνεις πράγματα που είναι βίαια για τη φύση σου και σου είναι δυσάρεστα: σε ξυπνούν άκαιρα στο καλύτερο των ονείρων σου και ώρες αργότερα σε υποχρεώνουν να κοιμηθείς όταν δε νυστάζεις κτλ. Έτσι το σώμα συνεχίζει να συνηθίζει λίγο λίγο και στο τέλος κάνουμε τα πράγματα χωρίς να αντιστεκόμαστε. Όταν αρχίζουμε να έχουμε συντονισμό των χεριών ή να περπατάμε, όταν αποκτούμε κάποια αυτόνομη κινητικότητα, ξεκινά το «μην το πιάνεις αυτό», «μείνε ήσυχος», «αυτό απαγορεύεται». Αυτός ο τρόπος μας αποθαρρύνει να ψάχνουμε τον ευχάριστο τρόπο για να κάνουμε τα πράγματα, το κέφι. Η πειθαρχία ήδη έχει μαθευτεί, είναι ζήτημα συνήθειας και έτσι καταλήγουν να επιβάλλονται τα στερεότυπα.
Από παιδιά, πολλές φορές είμαστε ακόμη ικανοί να αισθανόμαστε αυτό που έχουμε ανάγκη και όταν μπορούμε ψάχνουμε την αγκαλιά και το χάδι μιας μητέρας. Κλαίμε όσο μπορούμε και μας αφήνουν. Όταν ένα παιδί πέφτει κλαίει πολύ, συχνά χωρίς να έχει συμβεί τίποτε, χωρίς ο τραυματισμός να δικαιολογεί το τόσο παράπονό του: με αυτό τον τρόπο, εκμεταλλευόμαστε το γεγονός για να κλάψουμε για το άλλο τραύμα, αυτό που δημιουργήθηκε όταν μας δίδασκαν να μην αισθανόμαστε, να μην του δίνουμε σημασία, να ζούμε σαν να μην υπάρχει. Σύντομα αποκτούμε περισσότερο κουράγιο, κλαίμε όλο και λιγότερο, θυμόμαστε λιγότερο, «γνωρίζουμε» λιγότερο. Αυτό είναι το κύριο σύμπτωμα ότι η ανατροφή μας πηγαίνει καλά. Αν είναι φυσικό ότι «τα μωρά κλαίνε» καθώς μεγαλώνουν παύει πια να είναι φυσιολογικό. Έτσι λοιπόν διακηρύσσεται μια πλευρά της διαφορετικότητας των φύλων. Τα αρσενικά χάνουν το δικαίωμα να κλαίνε πριν από τα κορίτσια. Η συγκράτηση γίνεται σταθερή, περισσότερο δε στο εσωτερικό, ώστε το αρσενικό όταν μεγαλώσει να βγει να κυριεύσει τον κόσμο.. Η Carol Lee (2) λέει ότι, στην εφηβεία το αγόρι, αντί να φεύγει από τις συναισθηματικές αποσκευές της τρυφερότητας προς τη μητέρα του, πρέπει να κόψει με εκείνον????, για να γίνει «άντρας». Σύντομα έρχονται ο αθλητισμός και η γυμναστική: ασκήσεις επαναλαμβανόμενες και ανταγωνιστικές, ώστε να ολοκληρωθεί η αγωγή του σώματος.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε αυτή την αγωγή του σώματος καθώς γεννιόμαστε σαν την απότομη άρνηση των ηδονικών παρορμήσεών μας. Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομούνται οι προσδιορισμένες και τακτοποιημένες αγάπες (3), βεβαίως χαρακτήρα πλατωνικού (πνευματικού) με το φάντασμα του ταμπού της αιμομιξίας να αιωρείται στον αέρα. Η αφαίρεση από τα συναισθήματα της πιθανότητας σωματικής έκφρασης επίσης προϋποθέτει μια φυσική εξάσκηση. Σύμφωνα με όσα πιστεύουμε, μιμούμαστε τις κινήσεις των μεγάλων, μαθαίνουμε καλούς τρόπους συμπεριφοράς απέναντι στους γονείς και τους μεγάλους γενικά και καταπιέζουμε τις κρυφές επιθυμίες. Το σεξ μένει σε χειμερία νάρκη μέχρι το άτομο να μεγαλώσει και ή να παντρευτεί.
Έτσι οι τακτοποιημένες αγάπες με τους γονείς εκπληρώνουν τη διπλή αποστολή, από τη μια να αμβλύνουν τα αναπόφευκτα συναισθήματα που επιμένουν και από την άλλη να οργανώσουν τις σχέσεις των παιδιών με τους μεγάλους, όπως λέει ο θεός με την εντολή του, και να συνεχίσουν τα παιδιά την εκπαίδευση του σώματος.
Τα παιδιά δεν πρέπει να κοιμούνται στο κρεβάτι των γονιών, αλλά αντίθετα να δίνουν το φιλί της καληνύχτας. Σιγά σιγά μειώνεται εκείνο το καταπληκτικό «χουχούλιασμα» στην αγκαλιά των μεγάλων που κατά τη διάρκεια κάποιου χρονικού διαστήματος είναι αποδεκτό, ενώ αργότερα αντικαθίσταται από το φιλί και τους τυπικούς χαιρετισμούς όταν έρχεται ή βγαίνει από το σπίτι. Και από αυτή την οπτική του ενήλικα χωρισμένοι σε κορμί και ψυχή (4) και έχοντας καλή ανατροφή ξεκινάμε τη σεξουαλική ζωή.


Η σεξουαλικότητα

Η σεξουαλικότητα είναι ο αντίστροφος δρόμος που διασχίζουμε όταν, από τη στιγμή που ως μεγάλοι αρχίζουμε να γαμάμε, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη μπορούμε να νιώθουμε ηδονή και χαρά όταν προχωράμε ανακαλύπτοντας αυτό που, παρόλα όσα μεσολάβησαν, επιβιώνει, τη ζωή που δεν έχουν σκοτώσει ολοκληρωτικά.
Αν και δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, το σημαντικό είναι να ξεδιαλύνουμε την απάτη που εμπεριέχει η λέξη «σεξουαλικότητα», η οποία κρύβει την ανατροφή που έχουμε πάρει και μας δίνει να καταλάβουμε ότι εδώ δεν έχει συμβεί τίποτε. Για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε κάτι είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε τα συναισθήματα από την οπτική του μωρού και όχι από την οπτική του ενήλικα. Είναι αυτό που κάνουμε όταν στα σεξουαλικά παιχνίδια αρχίζουμε να μιλάμε σαν να ήμαστε παιδιά. Τις διαφορές ματεξύ γυναίκας και άντρα μπορούμε να τις κατανοήσουμε επίσης στο φως εκείνων των πραγμάτων που σκοτώνει η σωματική αγωγή στα παιδιά, τα οποία δεν είναι ακριβώς ίδια στα δύο φύλα. Αν η σωματική αγωγή στα αγόρια είναι προσανατολισμένη στο να τους κάνει πιο «σκληρούς» συναισθηματικά για να εκπληρώσουν τις λειτουργίες της κυριαρχίας και της κατάκτησης, στα κορίτσια κατευθύνεται κυρίως στην εξάλειψη της σωματικής ευαισθησίας και στη χειραγώγησή του ως μηχανή αναπαραγωγής. Επιπλέον, όπως για την αναπαραγωγή δεν είναι αναγκαία η σεξουαλική απόλαυση της γυναίκας, σταματά να εξελίσσει τη ζωή της από αυτή την πλευρά. Όπως έχουμε πει, η εξάλειψη της σωματικής ευαισθησίας στη γυναίκα έχει γίνει το κλειδί ώστε να γίνουν μηχανές κυοφορίας και πίσω από το εθιμοτυπικό του γάμου να θεσμίζεται η τελετουργία της γέννησης.
Γι΄αυτό ανέκαθεν η γυναίκα έχει καταπιεστεί πολύ περισσότερο από τον άντρα. Ενώ στους άντρες έχει αφεθεί χώρος ελεύθερος για αυτό που ονομάζεται «εξωσυζυγικές σχέσεις», τις γυναίκες που έκαναν τέτοιες σχέσεις τις λιθοβολούσαν και επιπλέον τις απαγορευόταν να αισθάνονται ηδονή με τους άντρες τους. Στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση, έναν από τους πιο μαζοχιστικούς και πατριαρχικούς πολιτισμούς (που για κάποιο λόγο έχει καταφέρει να επικρατήσει και να κυριαρχήσει στους άλλους) το πρότυπο της γυναίκας ήταν η παρθένα - μητέρα, η μητέρα που δεν βιώνει ηδονή.
Σχετιζόμενη με τη «σεξουαλικότητα» είναι η «σεξουαλική αγωγή», που φαίνεται να μας δίνει να καταλάβουμε ότι πρέπει να κατανοήσουμε κάτι που αγνοούμε. Στην πραγματικότητα, πόσο επιχειρείται να διαστρεβλωθεί εκείνος ο τρόπος ζωής που μας έχει αφαιρεθεί (λόγω της καταπίεσης της σωματικής ευαισθησίας μας)!
Τι αντίληψη θα είχαν τα σώματά μας, τι ευαισθησία ή δυνατότητες χαράς και απόλαυσης θα είχαμε αν , αντί να τιμωρούμε το κορμί, όπως κάνουμε από τη στιγμή της γέννησής μας, μας επιτρεπόταν να νιώθουμε μόνιμα το συναίσθημα που υπάρχει όταν είμαστε «κορμί με κορμί». Αν το πράγμα ξεκινούσε με τη μητέρα να μας γλείφει για να καθαρίσει τα υγρά που μας περιβάλλουν μέσα στη μήτρα και συνέχιζε τις επόμενες μέρες να είναι κολλημένο το σώμα μας στο σώμα της, του οποίου ο παλμός της καρδιάς ήταν και δικός μας μέχρι πριν από τον τοκετό; Και γιατί, όπως κάνουν τα άλλα θηλαστικά, να μην μας καθάριζαν τα γεννητικά όργανα με γλειψίματα και φιλιά; Ξαπλωμένοι όλη τη μέρα πάνω στο κορμί από όπου βγήκαμε και πάνω σε άλλα, μπορούμε να βυζαίνουμε και να θηλάζουμε όταν θα θέλαμε τα στήθη που θα΄ταν μόνιμα διαθέσιμα.
H ικανοποίηση των φυσικών αναγκών έχει μείνει συνδεδεμένη με τη σωματική ηδονή από φυσική επιλογή, κάτι που έκανε τα είδη που δεν ανέπτυξαν αυτό το χαρακτηριστικό να εξαφανιστούν. Ωστόσο, ο πολιτισμός έχει τέτοια μορφή που οι δικές μας φυσικές ανάγκες λειτουργούν στη βάση της αυστηρότητας και των εντολών, σκοτώνοντας τη ζωτική παρόρμηση της ικανοποίησης και της αναζήτησης της ηδονής. Πώς αν όχι έτσι, θα είχε θεσμιστεί μια εξουσία ιεραρχική και αυταρχική, μια ταξική κοινωνία όπου κάποιοι δουλεύουν ώστε άλλοι να συσσωρεύουν πλούτη και να τα διατηρούν; Από τη στιγμή που χαλάσει η ζωτική ερωτική σχέση μάνας και μωρού, σύμφωνα με τον Amparo Moreno (5), είναι δυνατό να ξεκινήσει να πιέζει η αρχή της εξουσίας, της υποταγής, της υπακοής και να μετατρέψει τα μωρά σε ενήλικες που θα δουλεύουν για να διατηρήσουν και να αυξήσουν τις περιουσίες των αφεντικών.
Σήμερα, μετά την εμφάνιση των αντισυλληπτικών μεθόδων και όλη αυτή τη θεωρητική γνώση περί της «ισότητας» των δύο φύλων, έχει γίνει της μόδας να μιλάμε, να αναλύουμε και να ερευνάμε τη σεξουαλικότητα. Αναμφισβήτητα, υπάρχουν καλοπροαίρετες προσπάθειες που επιθυμούν να αγωνιστούν ενάντια στην κοσμική καταπίεση∙ χρειάζεται όμως να αποφευχθεί να πέσουμε σε νέους ορισμούς και εντολές – να ψάξουμε αντίθετα τα ίχνη της χαράς στην καταγωγή, στην εξημέρωση των μικρών παιδιών και στην παιδεία που αφορά τα σώματα και τις ψυχές τους.

Ana, Casilda, Julio, Alfredo και η γάτα

(1) Leboyer Frederick, Por un nacimiento sin violencia (για μια γέννηση χωρίς βία), Ed. Diamon.
(2) Lee Carol, The blind side of Eden (η τυφλή πλευρά της εδέμ), Ed. Bloomsbury, Londres, 1989, p.25.
(3) Garcia Calvo Agustin, Familia: la idea y los sentimientos y Εl amor y los dos sexos (Οικογένεια: η ιδέα και τα συναισθήματα και Η αγάπη και τα δύο φύλα) ambos en Ed. Lucina.
(4) "El alma es una compensancion imaginaria del cuerpo realmente despiezado" (η ψυχή είναι μια φανταστική αποκατάσταση του πραγματικά κατακερματισμένου κορμιού) (Jesus Ibanez)
(5) Moreno Amparo, Carta a la Asociacion Antipatriarcal (γράμμα στην αντιπατριαρχική ενωση), Boletin no 6 de la Asociacion Antipatriarcal, Diciembre de 1989.